Βρέχει πολύ, εδώ πάνω- υπάρχουν μέρες το χειμώνα που δεν υπάρχει καθόλου φως, μόνο ένα ζωηρό, ακαθόριστο γκρίζο. Υπάρχουν όμως και μέρες που είναι σαν να τράβηξαν απότομα μια κουρτίνα, για να σου δείξουν για τρία λεπτά ένα ηλιόλουστο βουνό να κρέμεται μετέωρο στον αέρα, σαν το σήμα κατατεθέν στην αρχή της ταινίας που έφτιαξε o ίδιος ο Θεός. Έτσι ήταν κι όταν τηλεφώνησαν οι πράκτορές της, από τα βάθη της καθρεφτένιας πυραμίδας τους στο Μπέβερλυ Μπούλεβαρντ, για να μου πουν πως είχε συγχωνευτεί με το Δίκτυο, είχε περάσει στην άλλη μεριά για τα καλά, πως το Βασιλείς του Ύπνου είχε γίνει πλατινένιο για τρίτη φορά. Εγώ είχα κάνει το μοντάζ στο μεγαλύτερο μέρος των Βασιλέων, είχα κάνει την εγκεφαλική χαρτογράφηση και το είχα περάσει όλο με τον ταχυσαρωτή, είχα λοιπόν να παίρνω ένα μερίδιο από τα δικαιώματα.
Όχι, είπα, όχι. Μετά ναι, ναι, και τους το έκλεισα. Πήρα το τζάκετ μου και κατέβηκα τα σκαλιά τρία τρία κατευθείαν για το κοντινότερο μπαρ κι ένα οκτάωρο μπλακάουτ, που τέλειωσε σε μια τσιμεντένια μαρκίζα δυο μέτρα ψηλά τα μεσάνυχτα. Τα νερά του Φωλς Κρηκ. Τα φώτα της πόλης, ο ίδιος γκρίζος θόλος του ουρανού μικρότερος τώρα, φωτισμένος από νέον και τόξα ατμών υδραργύρου. Και χιόνιζε, μεγάλες νιφάδες αλλά όχι πολλές, κι όταν άγγιζαν το μαύρο νερό χάνονταν χωρίς ν' αφήνουν κανένα ίχνος. [..]
William Gibson, ‘The Winter Market’ (1985)
Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανίτης
Από τη συλλογή διηγημάτων του Gibson, ‘Burning Chrome’.
Η ελληνική απόδοση ήταν ‘Οι Βασιλείς του Ύπνου’, από το πρώτο τεύχος του περιοδικού ‘Nova’, Ιούνιος 1993.
Διαβάζεται με υπόκρουση το
‘Planet Health’ των Chairlift.