Τι είναι αυτό που μας κάνει να γυρνάμε στη Eurovision σαν τα μυρμήγκια γύρω από το πτώμα;
Σαν θέαμα αρχικά μοιάζει εντυπωσιακό και αφελές: ίσως γιατί η μάχη μεταξύ λακ, μπουτιών, μίνι υποσυνείδητα στηρίζει κάτι φαινομενικά 'ελαφρύ'. Εν μέρει και γιατί τα θεμέλια της Eurovision δεν υπήρξαν ποτέ βαθύτατα μουσικολογικά, τίποτα το βαρύγδουπο δε θα στηριζόταν σε πλαστικά ρεφρέν, σε στίχους του πεντάλεπτου και ρυθμούς που κολλάνε στον εγκέφαλο σαν τσίχλα.
Η όλη διοργάνωση μοιάζει με μια πασαρέλα, το όλο θέαμα είναι μια πιο γκλαμουράτη εκδοχή των Παρατράγουδων της Αννίτας Πάνια: χαζεύουμε τις ιδιαιτερότητες, μας τραβά το έντονο και το ακραίο.
Είναι σαν ζαχαρωτό για τα μάτια, στην αρχή ευχάριστο, στο τέλος όμως σε πονάνε τα δόντια (και το κεφάλι) από την υπερβολική δόση ζάχαρης.
Ο πυρήνας του διαγωνισμού βρίσκεται στην επικράτηση του φανταχτερού έναντι της λιτότητας: ακόμα κι οι μπαλάντες (ο Θεός να τις κάνει) απαιτούν μια ένταση, μια δόση τραγωδίας, στα πρόθυρα του χτυπήματος (η αντοχή του κολλαγόνου και της σιλικόνης στα όριά τους).
Η νίκη των Lordi πέρασε ως μια αντίδραση σε όλο αυτό το ροζ σύννεφο και τη χρυσόσκονη, κι ήταν λογικό. Βέβαια δεν είναι η επιβολή του χαρντ ροκ/χέβι μέταλ πάνω στις γλυκανάλατες μπαλάντες (οπότε και καμιά στροφή της Eurovision προς το χαρντ ροκ δεν υφίσταται, τι βλακώδεις αναλύσεις) -οι ίδιοι είναι ένα κακέκτυπο των Kiss και του Alice Cooper (οι Kiss ποτέ δε θα τραγουδούσαν στίχους όπως ‘The walls come down like thunder/The rocks about to roll/It's The Arockalypse/Now bare your soul'-έλεος!).
Από την άλλη όμως, ούτε διακωμώδηση της Eurovision ήταν οι Lordi, ούτε ο θεσμός αποδυναμώθηκε-ίσα ίσα τονώνεται το υπερβολικό του θεάματος, η Eurovision απορρόφησε τα τέρατα κι αυτά έγιναν ένα κάδρο της, ένα μικρό τρόπαιο στην τροπαιοθήκη του 'too much'.
Ακόμα και το φρικαλέο πλέον είναι νορμάλ.
Τι είναι τελικά η Eurovision; Μια τροφή για τα πάνελ των μεσημεριανών εκπομπών και του δελτίου ειδήσεων του Star channel, ένας πασατέμπος για τον χαβαλέ του σαββατόβραδου;
Αν αφήσουμε στην άκρη (γεγονότα που καθόλου δεν πρέπει να αγνοούνται βέβαια) το κόστος της διοργάνωσης και την ανοησία της ψηφοφορίας, ο όλος θεσμός θα μπορούσε να ειδωθεί μόνο μέσα από μια αποενοχοποιημένη (τι ταλαιπωρημένη λέξη!) στάση: Ούτε η ζωή μας αλλάζει μετά τη Eurovision, ούτε οι ήχοι της θα μας κάνουν να συγκινηθούμε και να αλλάξουμε ματιά απέναντι στη μουσική.
Μας μένει το fun του πράγματος: το πόσο μπροστά ήταν ο Μιχάλης Ρακιντζής με τα μετα-φουτουριστικά του Ρόμποκοπ, όταν ο ίδιος χρόνια πριν τον Dan Brown και τους κώδικές του (give the password) έδειχνε το δρόμο, τι θα γινόταν αν στέλναμε του χρόνου τον Δημήτρη Κατή και τους Εξόριστους κτλ.
Αλλά αρκετά, η μουσική είναι εκεί έξω και δεν έχει playback.