Διαβάζω σε βρετανικά μπλογκ ουρανομήκεις αναλύσεις για το wonky, βλέπω δισκάδικα του Λονδίνου να προτάσσουν bleep hop σχολιαρόπαιδα ως νέους μεσσίες (κάπως πρέπει να πουσάρεις του προϊόν σου, έτσι δεν είναι;), εφημερίδες να μετράνε τα μπάσα του dubstep ως καράτια. Όλα αυτά στη Βρετανία. Ενώ στο LA τα πάντα φλέγονται στο δεύτερο κύμα του Miami bass
(ακούγεται άξαφνα εφέ Roland Emmerich), η απόκριση παγκοσμίως δεν είναι έκρηξη- απλά μια μικρή ταλάντωση.
Θα μπορούσε χαλαρά να εξηγηθεί ως μια ακόμη άναρθρη κραυγή του ημιθανή βρετανικού τύπου (ηλεκτρονικού και μη) για να αποκαλύψει τον νέο μουσικό υπερήρωα απ’το UK. Επί δεκαετίες ψάχναμε τους νέους Smiths (άφοβα ποντάρεις σε κουτσά άλογα, χάνεις θες δε θες), ώσπου στα ‘90s φορέσαμε νέο κοσκινάκι στα χρώματα των πασαλειμμένων καμβάδων των Stone Roses. Γι’αυτούς βέβαια που είδαν κάποτε στο ΝΜΕ τη σοβαρότητα (χα!), για τους λοιπούς υπήρχε και το Face. Κι όλα μπερδεύονταν γλυκά σε blitz nu-romantic πάρτυ, και raves πριν φτάσει το πιανάκι του Derrick May στις μεγάλες τέντες- εδώ προσθέτεις άπειρες υποσημειώσεις για το πώς η μόδα έστησε ολόκληρες μουσικές σκηνές στη Βρετανία, και πάλι δεν τελειώνεις.
Τα πράγματα ως συνήθως είναι πιο σύνθετα απ’ό,τι δείχνουν, κι αυτή η μικρή όξινης υφής ηχητική αντανάκλαση του subwoofer που σκάει απ’το Brixton και δώθε, φτάνει στο Βερολίνο στρογγυλεμένη στα γυαλιά του Torsten Pröfrock και το άσπιλο λευκό τευτονικό techno του Shed. Θα πάρω και το κοκτέιλ με το hip hop που τόσο ωραία κλέβουν οι πιτσιρικάδες απ’τη Γλασκόβη, ευχαριστώ. Και; Τώρα, τι μένει;
Μένει μια μάλλον μυωπική ματιά (και σαφέστατα πολλά χρονικά gaps) για το πώς αυτός ο ήχος υφίσταται επαναστατικός, αλλάζει τον ρου της χορευτικής μουσικής, διαλύει κάθε intelligent electronic πυξίδα, βάζει φωτιά στα dancefloors, τα σπάσαμε χτες τι χορός Παναγία μου, ο χώρος διατίθεται και για αρραβώνες.
Για κάποιον που απ’τα nineties θυμάται κάτι παραπάνω απ’τους Charlatans και τους Mudhoney, δεν είναι και τόσο δύσκολο να ανακαλέσεις τις αρχές της δεκαετίας (αν δεν έχεις κάψει εγκέφαλο, that is). Το πόσο κουλ είναι η μουσική απ’τα computer games δεν είναι funky νεωτερικότητα. Η μισή Rephlex είχε στηθεί σ’αυτό τον καμβά- το όνομα Cylob λέει τίποτα; Ο Global Goon; O Baby Ford; Τα πειραγμένα φωνητικά, τα ξέσαλα πιανάκια, τα acid σφυρίγματα εδώ κι εκεί, όλα είναι μια έξτρα μνήμη από μόνα τους. Χωρίς USB.
Χαζό να μιλάς για αποκάλυψη αν δεν ξέρεις καν τι ήταν ο Mark πριν το Hardwax.
Αυτό που εγώ βλέπω με τη μικρή μου μυωπία είναι πολλά μικρά πολυπλόκαμα, μπασταρδεμένα subgenres να φυτρώνουν το καθένα από μόνο του στο ηλεκτρονικό σώμα: το grime πάτησε όμορφα στο σκληρό στοιχείο του gabba και το λακωνικό jungle και έφτιαξε γωνίες από μόνο του, το dubstep έβγαλε το φλώρικο στοιχείο του 2-step παίζοντας με τη μελαγχολία του Bristol (εύκολο στοίχημα), τα bleep hop/8bit/wonky παιχνιδάκια κουρδίστηκαν εύκολα από αργόμπιτους hip hop παραγωγούς της Δυτικής Ακτής και άπειρο DIY καλωδιακό εξοπλισμό. Σ’αυτά υπάρχουν βέβαια κι αφρικανικής προέλευσης νύχια, φολίδες απ’την Καραϊβική και ψυχεδελικές ρυτίδες (αθάνατα, ανεξερεύνητα ‘70s).
Όμως το μόρφωμα παραμένει ασχημάτιστο. Είναι χαζό να μιλάς για «κίνημα» όταν τα πάντα είναι μείγματα τριών άλλων συστατικών το καθένα. Άλλωστε πάντα στα σημαντικότερα μουσικά ρεύματα, το κίνημα δεν το έστησε κανείς. Οι μουσικοί ήταν αυτόνομοι, πήγαιναν το δρόμο τους. Τις ταμπέλες τις κόλλησαν οι εταιρείες, κι ο τύπος (πώς αλλιώς;). Αν κάτι βγει exceptional, θα βγει λόγω καλλιτέχνη και προσωπικότητας, όχι λόγω μάζας. Αυτό φαίνεται κι απ’το φυσικό προϊόν- πόσα άλμπουμ μετράς θεμελιώδη στο (κάθε) είδος; Ένα; Δύο;
Singles και EP; Άπειρα. Το Boomkat να είναι καλά..
Οπότε; Οπότε, ας περιμένουμε λίγο να ξεθολώσει το τοπίο.
Βέβαια αυτά εύκολα τα πουλάς στην Ελλάδα σαν ζεστό ψωμάκι όταν διαβάζεις ότι το άλμπουμ του Field είναι ο δίσκος της δεκαετίας και άλλαξε για πάντα τη μουσική, και δε σταυροκοπιέσαι. Αλλά ας είναι, ρίχτο στο Google Translate το κειμενάκι του Guardian και στείλτο- στην Ελλάδα είσαι, ποιος θα το μάθει, μαλάκας είσαι;
Και μην ξεχνάς, όποιος πόνταρε σε 4/4, δεν έχασε ποτέ.