εν μέσω ραστώνης
Δεκαπενταύγουστος. Η γιορτή των Ελλήνων. Όσα περιέγραφε ο Γιάνναρης στο φιλμ του προ ετών, κι ακόμα περισσότερα.
Εδώ τα πάντα είναι κλειστά. Καφετέριες, περίπτερα, ακόμα και τα βενζινάδικα έχουν κατεβάσει ρολά (στην κυριολεξία, κανονικά ρολά). Στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο Πακιστανοί, δύο-δύο πάνω σε παπάκια, τα μόνα ανοιχτά μαγαζιά είναι ινδικά παντοπωλεία φουλ στο κάρι, κι ινδικά νετ-καφέ (με ονόματα τύπου Friend Ship- όπως Love Boat). Για έναν καφέ ξενιτεύομαι προς την παραλία.
Στους δρόμους η χειρότερη εικόνα του Έλληνα: οδηγικός τσαμπουκάς, η σακούλα με τα σκουπίδια απ’το παράθυρο (με ραβέρσα), παρκάρω όπου γουστάρω, φλας;- τι είναι αυτό;
Το καφέ by the beach είναι γεμάτο οικογένειες, πιτσιρίκια που ουρλιάζουν, ηλικιωμένους που φωνάζουν στο κινητό- ο χώρος τους ανήκει, σωστά. Ακόμα και τα Μάλια με τους μεθυσμένους Εγγλέζους μοιάζουν πιο υποφερτά. Μου’ρχεται να παρατήσω την εφημερίδα και να αρχίσω να διαβάζω την ‘Τέχνη του Πολέμου’ του Σουν Τζου.
Στην εφημερίδα διαβάζω ότι ο εθελοντισμός δεν αξιοποιήθηκε μετά το 2004, γιατί μπήκε στη μέση η Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και δεν μπορούσαν να δοθούν οι λίστες των συμμετεχόντων. Λόγω Δαφέρμου. Μάλιστα. Διαβάζω και μια θεώρηση (ας το πούμε έτσι) του Νίκου Γ. Ξυδάκη, ότι το μεγαλύτερο έργο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν η φιέστα των Ολυμπιακών. Δεν έχει και πολύ άδικο. Εκείνες οι εβδομάδες όμως ήταν μια εικονική πραγματικότητα, μια στιγμιαία έκλαμψη του μέσου Έλληνα, που απέβαλε απ’το δέρμα του την αγένεια και την αναισθησία, και για λίγες μέρες έγινε ένας άλλος.
Απ’την άλλη σκέφτομαι ότι κι εγώ αν βρισκόμουν τώρα σε κάποιο νησί, θα γινόμουν κάποιος άλλος, και μόλις άνοιγε η καταπακτή του πλοίου θα ξεχυνόμουν μαζί με τη μάζα άτακτα, σαν μυρμήγκια που σκορπάνε από δω κι από κει.
Εδώ τα πάντα είναι κλειστά. Καφετέριες, περίπτερα, ακόμα και τα βενζινάδικα έχουν κατεβάσει ρολά (στην κυριολεξία, κανονικά ρολά). Στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο Πακιστανοί, δύο-δύο πάνω σε παπάκια, τα μόνα ανοιχτά μαγαζιά είναι ινδικά παντοπωλεία φουλ στο κάρι, κι ινδικά νετ-καφέ (με ονόματα τύπου Friend Ship- όπως Love Boat). Για έναν καφέ ξενιτεύομαι προς την παραλία.
Στους δρόμους η χειρότερη εικόνα του Έλληνα: οδηγικός τσαμπουκάς, η σακούλα με τα σκουπίδια απ’το παράθυρο (με ραβέρσα), παρκάρω όπου γουστάρω, φλας;- τι είναι αυτό;
Το καφέ by the beach είναι γεμάτο οικογένειες, πιτσιρίκια που ουρλιάζουν, ηλικιωμένους που φωνάζουν στο κινητό- ο χώρος τους ανήκει, σωστά. Ακόμα και τα Μάλια με τους μεθυσμένους Εγγλέζους μοιάζουν πιο υποφερτά. Μου’ρχεται να παρατήσω την εφημερίδα και να αρχίσω να διαβάζω την ‘Τέχνη του Πολέμου’ του Σουν Τζου.
Στην εφημερίδα διαβάζω ότι ο εθελοντισμός δεν αξιοποιήθηκε μετά το 2004, γιατί μπήκε στη μέση η Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και δεν μπορούσαν να δοθούν οι λίστες των συμμετεχόντων. Λόγω Δαφέρμου. Μάλιστα. Διαβάζω και μια θεώρηση (ας το πούμε έτσι) του Νίκου Γ. Ξυδάκη, ότι το μεγαλύτερο έργο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν η φιέστα των Ολυμπιακών. Δεν έχει και πολύ άδικο. Εκείνες οι εβδομάδες όμως ήταν μια εικονική πραγματικότητα, μια στιγμιαία έκλαμψη του μέσου Έλληνα, που απέβαλε απ’το δέρμα του την αγένεια και την αναισθησία, και για λίγες μέρες έγινε ένας άλλος.
Απ’την άλλη σκέφτομαι ότι κι εγώ αν βρισκόμουν τώρα σε κάποιο νησί, θα γινόμουν κάποιος άλλος, και μόλις άνοιγε η καταπακτή του πλοίου θα ξεχυνόμουν μαζί με τη μάζα άτακτα, σαν μυρμήγκια που σκορπάνε από δω κι από κει.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home